- πτερορρυεῖ
- πτερορρυέωshed the featherspres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)πτερορρυέωshed the featherspres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτερορρυώ — πτερορρυῶ, έω, ΝΜΑ (αμτβ.) αποβάλλω το φτέρωμα, χάνω τα φτερά μου, μαδώ («ἀλλὰ τὸν χειμῶνα πάντα τὤρνεα πτερορρυεῑ», Αριστοφ.) αρχ. μτφ. α) ληστεύομαι από κάποιον, με κλέβουν («ὥς πτερορρυεῑ, ἅτε γὰρ ὤν γενναῑος ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν τίλλεται»,… … Dictionary of Greek